Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

καθόλου δεν

  • 1 καθόλου

    εηίρρ.
    1) в общем, в целом;

    η καθόλου έννοια — общее понятие;

    η επιχείρηση καθόλου ήταν επιτυχής — операция в целом была удачна;

    2) (в отриц, предлож.) совсем, вовсе, совершенно, нисколько, нимало;

    δεν μού αρέσει καθόλου — это мне совсем не нравится;

    δεν ήθελα καθόλου να σε θίξω — я вовсе не собирался тебя обидеть;

    δεν θύμωσε καθόλου — он нисколько не обиделся;

    3) (в вопр, предлож.) немножко, чуточку, чуть-чуть;

    μ' αγαπάς καθόλου; — ты любишь меня хоть немножко?

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > καθόλου

  • 2 отнюдь

    επίρ.
    καθόλου, διόλου•

    я отнюдь не верю его обещаниям εγώ καθόλου δεν πιστεύω στις υποσχέσεις του•

    я отнюдь не отказываюсь καθόλου δεν αρνιέμαι•

    он отнюдь не такого мнения αυτός καθόλου δεν έχει τέτοια γνώμη.

    Большой русско-греческий словарь > отнюдь

  • 3 ничуть

    ничуть καθόλου, ούτε μια στάλα· я \ничуть не устал καθόλου δεν κουράστηκα
    * * *
    καθόλου, ούτε μια στάλα

    я ничу́ть не уста́л — καθόλου δεν κουράστηκα

    Русско-греческий словарь > ничуть

  • 4 мало

    мало
    1. нареч λίγο, ὀλίγο[ν]:
    слишком \мало πολύ λίγο*, \мало народу λίγος κόσμος· это его́ \мало интересует αὐτό λίγο τόν ἐνδιαφέρει·
    2. предик безл:
    этого \мало αὐτό δέν ἀρκεί, αὐτό εἶναι λίγο, δέν φτάνει αὐτό· ◊ \мало кто зиает πολύ λίγοι ξέρουν \мало того́ вводн. сл. ὄχι μόνο, ἐκτος αὐτοῦ· \мало того́, что... δέν φτάνει (или δέν ἀρκεί) δτι· \мало ли что! разг καί τί μ'αύτό! \мало ли что может случиться ποιος ξέρει τί μπορεί νά συμβεί· \мало ли где я мог его встретить τόσο δύσκολο ἡταν νά τόν συναντήσω, ὅπου θές μπορούσα νά τόν συναντήσω1 ни \мало не... разг καθόλου δέν...· ни \мало не смутившись χωρίς νά τά χάσει καθόλου· ни много ни \мало ὁὔτε λίγο οὔτε πολύ.

    Русско-новогреческий словарь > мало

  • 5 никак

    επίρ.
    με κανένα τρόπο καθόλου, εντελώς (όχι)•

    это он никак не понимает αυτό δεν το καταλαβαίνει αυτός με κανένα τρόπο•

    никак нельзя είναι εντελώς αδύνατο•

    я этого никак не ожидал αυτό καθόλου δεν το περίμενα.

    εκφρ.
    никак нет – τελείως όχι• καθόλου, ουδόλως, ουδαμώς, μηδαμώς.
    μόριο (απλ.) φαίνεται (ότι), όπως φαίνεται•

    никак это ваш брат едет σαν να είναι ο αδερφός σας αυτός που έρχεται•

    никак вы позабыли φαίνεται ότι ξεχάσατε.

    Большой русско-греческий словарь > никак

  • 6 совсем

    επιρ.
    εντελώς, τελείως, παντελώς, ολότελα, καθ ολοκληρία• πέρα για πέρα•

    темно εντελώς σκοτάδι•

    совсем забыл ξέχασα τελείως•

    совсем новый κατακαίνουργος•

    не совсем здоров όχι εντελώς καλά (υγιής)•

    совсем близко πάρα πολύ σιμά, πλησιέστατα, εγγύτατα•

    я его совсем не знаю δεν τον ξέρω καθόλου•

    я совсем этого не ожидал καθόλου δεν το περίμενα αυτό•

    он уехал совсем αυτός έφυγε για πάντα.

    Большой русско-греческий словарь > совсем

  • 7 глаз

    -а (-у), προθτ. о -е, в -у, πλθ. глаза, глаз, -ам а.
    1. μάτι, όμμα, οφθαλμός. || ματιά, βλέμμα.
    2. όραση•

    он лишился глаз αυτός έχασε τα μάτια (την όραση, το φως).

    || μτφ. επίβλεψη•

    у семи нянек дидя без -у οι πολλές μαμές βγάζουν στραβό το παιδί ή οι πολλοί καραβοκυραίοι πνίγουν γρήγορα το καοάβι ή (αρχ. παροιμία) πολλοί στρατηγοί Καρίαν απώλεσαν.

    3. μάτιασμα, μάτι.
    εκφρ.
    в -ах чьих – α) στα μάτια (γνώμη, κρίση) του ή των. β) παλ. επί παρουσία•
    на -ах – επί παρουσία, με την παρουσία (κάποιου)•
    с безумных глаз – (απλ.) σε κατάσταση παραλογισμού•
    с пьяных глаз – (απλ.) σε κατάσταση μέθης•
    с какими -ами появиться ή показаться – με τι πρόσωπο (ή μούτρα) να εμφανιστώ (ή να βγώ, να παρουσιαστώ)•
    -а бы (мой) не смотрели ή не глядели; -а б (мой) не видали – να μην έβλεπαν τα μάτια μου (για μεγάλη απέχθεια)•
    - а горят на что – καίγομαι από τον πόθο, επιθυμώ πάρα πολύ•
    - а на лоб лезут – (απλ.) τα μάτια γουρλώνουν από θαυμασμό•
    смотреть большими глазами – γουρλώνω τα μάτια, βλέπω με θαυμασμό•
    смотреть ή глядеть в -а – κοιτάζω στα μάτια, κατάματα (προσπαθώ να εξιχνιάσω, να μαντέψω)•
    смотреть – ή,глядеть во все -а έχω τα μάτια μου τέσσειρα (άγρυπνα παρακολουθώ)’ смотреть ή глядеть прямо (ή смело) в -а κοιτάζω, Βλέπω κατάματα (άφοβα)•
    смотреть ή глядеть на что чьими -ами – βλέπω με ξένα μάτια (δεν έχω δική μου γνώμη)•
    в -а не видать – να μην ιδώ στα μάτια μου•
    в -а сказать ή назватьκ.τ.τ. λέγω κατά πρόσωπο, κατάμουτρα•
    в -ах ή перед -ами стоять – στο νου μου, μπροστά μου το εχω, μου έρχεται στη σκέψη•
    острый глаз – οξεία όραση•! дурной глаз κακό μάτι (βάσκανο)•
    куда не кинь -ом – όπου και να ρίξεις (να στρέψεις) το μάτι•
    на -а показывается ή попадает(ся)κ.τ.τ. εμφανίζεται, παρουσιάζεται μπροστά μου•
    настолько хватает глаз ή куда достает глаз – όσο φτάνει ή κόβει το μάτι•
    ни в одном -у -е – καθόλου δεν είναι μεθυσμένος•
    с глаз долой (уйти, убрать(ся) – συνήθως με προστκ. έξω, φύγε απ’ εδώ, να μη σε δουν τα μάτια μου•
    с -у на глаз – ένας μ' έναν, τετ α τετ•
    между глаз – απαρατήρητα•
    закрывать -а – κλείνω τα μάτια (κάνω,προσποιούμαι πως δε βλέπω)•
    закрыть -а – κλείνω τα μάτια (πεθαίνω)•
    закрыть -а кому-то – α) κλείνω τα μάτια του πεθαμένου, β) παρευρίσκομαι στο θάνατο συγγενούς•
    отктрыть, открывать -а кому – ανοίγω τα μάτια κάποιου (διαφωτίζω)•
    на -ах – με το μάτι (η περίπου εκτίμηση)•
    в -а – φάτσα, απέναντι, εν όψει•
    за -а – α) εν απουσία, ερήμην, β) χωρίς να ιδώ•
    купить что-л. за -а – αγοράζω γουρούνι στο σακκί•
    - а не казать – να μην εμφανιστεί μπροστά μου•
    идти куда глаза глядят – ενεργώ απερίσκεπτα, ριψοκινδυνεύω•
    лгать в -а – ψεύδομαι κατάφορα•
    очки не по -ом – τα ματογυάλια δεν κάνουν, δεν αντιστοιχούν στην όραση•
    не пу-скй’ть с глаз с кого-л, с чего-л. – δεν ξεκολλώ τα μάτια από κάποιον, από κάτι (θέλγομαι)•
    у страха -а великиπαρμ. ο φόβος μεγαλώνει το κακό•
    с глаз долой из сердца вон – μάτια που δε βλέπονται γρήγορα ξεχνιούνται.

    Большой русско-греческий словарь > глаз

  • 8 было

    άτονο μόριο
    επρόκειτο•

    я было собрался уезжать επρόκειτο να αναχωρήσω•

    он был чуть было не упал αυτός παρ’ ολίγο δεν έπεσε, λύγο έλειψε να πέσει.

    || στην αρχή, κατ’ αρχήν•

    я было вовсе не хотел приезжать στην αρχή εγώ καθόλου δεν ήθελα να έρθω.

    Большой русско-греческий словарь > было

  • 9 достучаться

    -чусь, -читься
    ρ.σ.
    κρούω, χτυπώ ώσπου ν' ακούσει•

    они так крепко спали, что я едва -лся αυτοί είχαν τόσο βαθύ ύπνο, που τρόμαξα να τους ξυπνήσω, χτυπώντας την πόρτα•

    никак не могу достучаться χτυπώ-χτυπώ και καθόλου δεν ακούνε ή κανένας δεν απαντά.

    Большой русско-греческий словарь > достучаться

  • 10 понятие

    ουδ.
    1. έννοια• νόημα•

    содержание -я το περιεχόμενο του νοήματος ή της έννοιας•

    понятие прибавочной стоимости η έννοια της υπεραξίας.

    2. ιδέα, γνώση•

    когда он приедет?— -я не имею πότε αυτός θα έρθει; — ιδέα δεν έχω, καθόλου δεν ξέρω.

    || αντίληψη•

    -я и предрассудки αντιλήψεις και προλήψεις•

    применяться к -ям слушателей παίρνω υπόψη το επίπεδο αντίληψης του ακροατηρίου.

    || γνώμη. || διάνοια, νους, ικανότητα διανοητική.
    εκφρ.
    дать понятие – δίνω να καταλάβει.

    Большой русско-греческий словарь > понятие

  • 11 вовсе

    вовсе
    нареч ἐντελώς, ὁλότελα, ὁλωσδιόλου:
    \вовсе ие... καθόλου δέν...· \вовсе» нет κάθε ἀλλο.

    Русско-новогреческий словарь > вовсе

  • 12 ακούω

    1. αμετ. слышать, обладить слухом;
    2. μετ. 1) слышать, воспринимать с помощью слуха; 2) слушать(ся) (кого-чего-л.); άκου τα λόγια της μητέρας σου слушайся матери;

    καθόλου δεν ακούει ( — он) совсем не слушается;

    3) слушать, выслушивать;
    ακούς εκεί τί μούκαμε! ты только по- слушай, что он со мной сделал!; 4) перен. чувствовать, ощущать;

    ακούω πόνο — ощущать боль;

    ακούομαι

    1) — славиться, пользоваться известностью;

    2) иметь влияние; пользоваться уважением;

    είναι βουλευτής κι· ακούεται — он депутат и имеет большое влияние;

    3) быть обеспеченным;

    ακούομαι καλά — жить в достатке

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ακούω

  • 13 кроха

    α. κ. θ.
    μικρό παιδάκι, μωρό.
    -и, αιτ. кроху, πλθ. крохи, δοτ. -ам θ.
    ψίχουλο, ψιχίο, τρίμμα. || μτφ. ελάχιστη ποσότητα, μια ψίχα, μια σταλιά•

    нет ни -и καθόλου δεν υπάρχει•

    -и знаний ψίχουλα γνώσεων.

    Большой русско-греческий словарь > кроха

  • 14 произнести

    -несу, -несёшь, παρλθ. χρ. произнёс
    -несла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. произнесённый, βρ: -сён, -сена, -сено
    ρ.σ.μ.
    1. προφέρω•

    произнести гласный звук «А» προφέρω το φωνήεν «α».

    2. εκφέρω, λέγω•

    в гостях он не -с ни слова όταν ήμασταν καλεσμένοι, αυτός δε μίλησε καθόλου, δεν έβγαλε ούτε λέξη•

    произнести тост προσφωνώ κατά την πρόποση.

    3. ανακοινώνω, διαβάζω φωναχτά, με έμφαση•

    произнести выговор διαβάζω τη δικαστική απόφαση.

    Большой русско-греческий словарь > произнести

  • 15 совершенно

    совершенно τελείως, εντελώς; ολότελα (полностью) καθόλου (при отрицании)' \совершенно верно! πολύ σωστά! вы \совершенно правы έχετε απόλυτα δίκ(α)ιο; вы \совершенно не правы δεν έχετε καθόλου δίκ(α)ιο
    * * *
    τελείως, εντελώς; ολότελα ( полностью); καθόλου ( при отрицании)

    соверше́нно ве́рно! — πολύ σωστά!

    вы соверше́нно пра́вы — έχετε απόλυτα δίκ(α)ιο

    вы соверше́нно не-пра́вы — δεν έχετε καθόλου δίκ(α)ιο

    Русско-греческий словарь > совершенно

  • 16 совсем

    совсем ολότελα, εντελώς; καθόλου (при отрицании)' \совсем не так δεν είναι καθόλου έτσι
    * * *
    ολότελα, εντελώς; καθόλου ( при отрицании)

    совсе́м не так — δεν είναι καθόλου έτσι

    Русско-греческий словарь > совсем

  • 17 далёкий

    επ., βρ: -лек, -лека, -леко και -лёко, πλθ. далеки, κ. далеки; дальше.
    1. μακρινός, αλαργινός, απώτερος•

    далёкий путь μακρινός δρόμος•

    -ие страны μακρινές χώρες•

    -ое будущее απώτερο μέλλον•

    -ое прошлое μακρινό παρελθόν•

    далёкий мой друг! μακρινέ μου φίλε! (πού ζει μακριά).

    2. ξένος, άσχετος, αδιάφορος•

    он далек от наших интересов είναι ξένος προς τα συμφέροντα μας•

    ваши слова -и от истины τα λόγια σας απέχουν πολύ από την αλήθεια•

    они -ие друг гругу люди αυτοί οι άνθρωποι δεν έχουν τίποτε το κοινό μεταξύ τους ή είναι ξένοι ο ένας προς τον άλλον•

    я -лек от подозрения δεν υποψιάζομαι καθόλου•

    я -лек от мысли... δε σκέφτομαι καθόλου....

    3. (με άρνηση)• έξυπνος, ευφυής, νοητικός•

    он не очень далёкий человек δεν είναι και τόσο έξυπνος άνθρωπος, δεν του κόβει και τόσο πολύ.

    Большой русско-греческий словарь > далёкий

  • 18 никакой

    αντων. αρνητ.
    1. κανένας, ουδένας, μηδένας•

    нет- -ого сомнения καμιά απολύτως αμφιβολία (δεν υπάρχει)•

    не имеешь -ого права δεν έχεις κανένα δικαίωμα•

    нет -ой на-джды δεν υπάρχει καμιά ελπίδα•

    -им образом με κανένα τρόπο, κατ ουδένα τρόπο.

    2. καθόλου, τελείως όχι•

    никакой он не учный, а писатель δεν είναι καθόλου επιστήμονας, είναι συγγραφέας.

    3. άχρηστος, τιποτένιος•

    родители хорошие, а ты никакой οι γονείς είναι καλοί, όμως εσύ τίποτε (χαμένο κορμί).

    εκφρ.
    без -их! и (более) -их! – αναντίρρητα!

    Большой русско-греческий словарь > никакой

  • 19 нисколько

    нисколько
    1. мест, (ничего) τίποτε:
    сколько тетрадей он принес? \нисколько нисколько πόσα τετράδια ἐφερε; \нисколько κανένα· денег нет \нисколько δέν ἔχω καθόλου χρήματα·
    2. нареч (ничуть) καθόλου, διόλου, ποσώς:
    он \нисколько не обиделся δεν θύμωσε καθόλου.

    Русско-новогреческий словарь > нисколько

  • 20 грош

    α.
    1. γρόσι.
    2. πλθ. -и, -ей λίγα χρήματα•

    это стоит -и αυτό κοστίζει φτηνά.

    3. πλθ. -и, -ей (διαλκ.) χρήματα.
    εκφρ.
    грош цена ή -а медного (ή ломаного) не стоит – τίποτε δεν αξίζει., είναι άχρηστο•
    ни -а (-а) нет; -а (-а) нет; (ни) -а за душой нет – καθόλου, διόλου, απολύτως τίποτε•
    в грош не ставить кого-что – θεωρώ για τίποτε, δεν λογαριάζω καθόλου, πεντάρα δε δίνω σημασία•
    ни за -(погибнуть, пропастьκ.τ.τ.) άδικα, μάταια, στα χαμένα, ανώφελα, τζάμπα•
    ни за грош нет – καθόλου, διόλου, ούτε σταλιά•
    быть без -а – είμαι απένταρος, αδέκαρος, άφραγκος.

    Большой русско-греческий словарь > грош

См. также в других словарях:

  • καθόλου — (AM καθόλου) επίρρ. 1. γενικά, εν γένει, συνολικά («καθόλου εἰπεῑν») 2. (σε αρνητική πρότ. ή σε αρνητικές απαντήσεις) διόλου, ουδόλως, ουδαμώς (α. «απόψε δεν κοιμήθηκα καθόλου» β. «είσαι ευχαριστημένος;» «καθόλου» γ. «οὐδὲ καθόλου μακρὸν πλοῑον» …   Dictionary of Greek

  • καθόλου — επίρρ. ποσοτ. 1. γενικά: Η εκτέλεση των γυμνασίων ήταν επιτυχής καθόλου. 2. σε αρνητ. προτάσεις έχει τη σημασία του ποσώς, ούτε στο ελάχιστο, ουδόλως: Δεν είμαι καθόλου ευτυχισμένος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φράγκο — το, Ν 1. νομισματική μονάδα τής Γαλλίας, τής Ελβετίας, τού Λουξεμβούργου και τού Βελγίου, τού Λιχτενστάιν, τού Μονακό, τών περισσότερων γαλλικών και τέως βελγικών υπερπόντιων κτήσεων και ορισμένων αφρικανικών κρατών 2. φρ. α) «δεν έχω φράγκο» δεν …   Dictionary of Greek

  • καν — I (Kan). Ποταμός (629 χλμ.) της Ρωσίας, παραπόταμος του Γενισέι. Πηγάζει από τις βόρειες πλαγιές του Ανατολικού Σαγιάν (Κάνσκοε Μπελογκόριε) και κατά τη ροή του διασχίζει τη μεγάλη κοιλάδα της ομώνυμης δασοστέπας και την οροσειρά Γενισέι. Έχει… …   Dictionary of Greek

  • Αβελάρδος, Πέτρος — (Pierre Abelard, Λε Παλέ 1079 – Σαλόν σιρ Σον 1142).Εξελληνισμένος τύπος του ονόματος του Γάλλου θεολόγου και φιλοσόφου Πιερ Αμπελάρ. Μαθητής στην αρχή του Ροσλέν και του Γκιγιόμ ντε Σανπό, γίνεται αργότερα, σε ηλικία λίγο μεγαλύτερη από 30 ετών …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Επιστήμες — ΑΡΧΑΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ Η επιστήμη και η τεχνολογία καθορίζουν σήμερα, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στην ιστορία, την καθημερινή ζωή. Η ίδια όμως η έννοια της επιστήμης, όπως τη χρησιμοποιούμε στις μέρες μας, οφείλει την ύπαρξή… …   Dictionary of Greek

  • αναπνοή — Γενική βιολογική διαδικασία με την οποία οι ζώντες οργανισμοί παίρνουν από το περιβάλλον οξυγόνο και αποδίδουν διοξείδιο του άνθρακα. Το οξυγόνο είναι απαραίτητο στις οξειδωτικές εξεργασίες που βρίσκονται στη βάση όλων των εκδηλώσεων της ζωής,… …   Dictionary of Greek

  • πράγμα — το / πρᾱγμα, ΝΜΑ, και πράμα Ν, και ιων. τ. πρῆχμα και πρῆγμα, Α 1. (σε αντιδιαστολή προς τα πλάσματα τής φαντασίας ή τις λογικές έννοιες) καθετί που υπάρχει, καθετί που έχει αντικειμενική υπόσταση και γίνεται αντιληπτό με τις αισθήσεις 2. (σε… …   Dictionary of Greek

  • οίδα — (ΑΜ οἶδα, Α αιολ. τ. ὄϊδα) 1. γνωρίζω, ξέρω (α. «ὅς ᾔδη τά τ ἐόντα τά τ ἐσσόμενα πρό τ ἐόντα», Ομ. Ιλ. β. «ἴστω ὑπὸ τοῡ ἀδελφοῡ ἀποθανών», Ηρόδ.) 2. φρ. α) «ἕv οἶδα ὅτι οὐδὲν οἶδα» ένα πράγμα γνωρίζω, ότι τίποτε δεν γνωρίζω β) «οὐκ οἴδασι τί… …   Dictionary of Greek

  • γιγνώσκω — και γινώσκω (AM γιγνώσκω και γινώσκω) 1. φρ. «γνῶθι σ’ αὐτόν» γνώρισε, μάθε τον εαυτό σου 2. (μτχ. παθ. παρακμ.) εγνωσμένος, η, ο γνωστός, αποδεκτός νεοελλ. (με αρθρ. ως ουσ.) «το γνώθι σ’ αυτόν» η αυτογνωσία, η αυτεπίγνωση μσν. είμαι… …   Dictionary of Greek

  • πολύς — πολλή, πολύ, ΝΜΑ, και επικ. τ. πουλύς, πουλύ και ιων. τ. πολλός, ή, όν, Α 1. (για αριθμό και συχνά με ονόματα τα οποία δηλώνουν την έννοια τού πλήθους) αυτός που υπάρχει ή γίνεται σε μεγάλη ποσότητα (α. «συγκεντρώθηκε πολύς λαός για να τόν… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»